κεραμιδάς

κεραμιδάς
ο
1) черепичный мастер; 2) кровельщик, кроющий черепицей; 3) владелец черепичного завода; 4) гончар

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κεραμιδάς" в других словарях:

  • κεραμιδάς — ο [κεραμίδι] 1. κεραμοποιός 2. εργάτης ειδικευμένος στην κατασκευή στέγης από κεραμίδια …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδάς — ο κεραμέας ή εργάτης ειδικός στη στέγαση των σπιτιών με κεραμίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμῖδας — κεραμίς roof tile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίδας — κεραμίς roof tile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραμιδάς, Τριαντάφυλλος — (Ψαχνά Ευβοίας 1890 – Αθήνα 1963). Οικονομολόγος και μαθηματικός, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτορας. Αργότερα, ως υπότροφος… …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδάδικο — το [κεραμιδάς] κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ …   Dictionary of Greek

  • κεραμοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κεραμίδια, κεραμιδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»